ἀγοράζεται

ἀγοράζεται
ἀγοράζω
frequent the
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έγχαλκος — ἔγχαλκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει χαλκό, χρήματα, ο πλούσιος 2. αυτός που αγοράζεται με χρήματα …   Dictionary of Greek

  • αγόρασμα — το (Α ἀγόρασμα) [ἀγοράζω] οτιδήποτε αγοράζεται ή πωλείται, το εμπόρευμα, το ώνιο, το ψώνιο νεοελλ. η ενέργεια τού αγοράζω, το να αγοράζει κανείς κάτι, ψώνισμα …   Dictionary of Greek

  • ακαπέλωτος — η, ο [καπελώνω] αυτός που δεν φοράει καπέλο, ασκεπής, ξεσκούφωτος αυτός που αγοράζεται ή πουλιέται στην κανονική τιμή, χωρίς αθέμιτη επιβάρυνση, χωρίς καπέλωμα …   Dictionary of Greek

  • δυσκολοπλήρωτος — η, ο αυτός που δύσκολα πληρώνεται, που δύσκολα αγοράζεται …   Dictionary of Greek

  • ευαγόραστος — εὐαγόραστος, ον (Α) αυτός που αγοράζεται εύκολα, φθηνός, ευτελής κατά τον Ησύχ. «εὔωνον, εὔπρατον, εὐαγόραστον ἢ ὃ μὴ ἄξιον λόγου». [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αγοραστός (< αγοράζω)] …   Dictionary of Greek

  • ευώνητος — η, ο (Α εὐώνητος, ον) εύωνος, αυτός που αγοράζεται εύκολα, ο φθηνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + ωνητός (< ωνούμαι «αγοράζω»)] …   Dictionary of Greek

  • εύωνος — η, ο (Α εὔωνος, ον) αυτός που αγοράζεται εύκολα, με μικρή τιμή, ευτελής, φθηνός, οικονομικός, προσιτός αρχ. (για πρόσ.) ολιγοδάπανος, αυτός που δέχεται μικρό μισθό για κάποια υπηρεσία. επίρρ... ευώνως (Α) με εύωνο τρόπο, αντί μικρής τιμής, φθηνά …   Dictionary of Greek

  • κελεπούρι — το 1. ανέλπιστο εύρημα, ευκαιρία ή κέρδος που υπερβαίνει κάθε προσδοκία 2. εμπόρευμα που αγοράζεται πολύ φθηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kelepir] …   Dictionary of Greek

  • συναγοραστικός — ή, όν, Α [συναγοράζω] αυτός που αγοράζεται συνολικά …   Dictionary of Greek

  • χρυσαγόραστος — η, ο, Ν αυτός που αγοράζεται με χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + αγοραστός (< αγοράζω), πρβλ. ακριβ αγόραστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”